ἀκάπνιστος

ἀκάπνιστος
ἀκάπν-ιστος, ον,
A unsmoked, μέλι ἀ. honey taken without smoking the bees, Str.9.1.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… …   Dictionary of Greek

  • ακάπνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν καπνίστηκε: Τα λουκάνικα αυτά είναι ακάπνιστα. 2. που δεν καταναλώθηκε με το κάπνισμα: Έχω ακόμη μερικά τσιγάρα ακάπνιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκάπνιστον — ἀκάπνιστος unsmoked masc/fem acc sg ἀκάπνιστος unsmoked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαπνίστου — ἀκάπνιστος unsmoked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαπνίστῳ — ἀκάπνιστος unsmoked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”